- ομοιοπρεπης
- ὁμοιοπρεπήςὁμοιο-πρεπής2похожий на вид, сходный по внешности
(τινι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ομοιοπρεπής — ὁμοιοπρεπής, ές (Α) αυτός που φαίνεται όμοιος με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. πολυ πρεπής] … Dictionary of Greek
ὁμοιοπρεπεῖς — ὁμοιοπρεπής assuming a like appearance masc/fem acc pl ὁμοιοπρεπής assuming a like appearance masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)